κιναθίζω

κιναθίζω
κιναθίζω (Α)
(κατά τον Ησύχ.)
1. «κιναθίζειν
μινυρίζειν, κινεῑν»
2. αποθησαυρίζω λίγο λίγο όπως οι φιλάργυροι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κινάθισμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κίναθος — κίναθος, ὁ (Α) το αποθησαύρισμα που γίνεται σιγά σιγά («οἱ δὲ τὸν θησαυρισμὸν κίναθον καλοῡσι», Φώτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. συνδέεται με κιναθίζω με τη σημ. «αποθησαυρίζω»] …   Dictionary of Greek

  • κινάθισμα — κινάθισμα, τὸ (Α) ελαφρά κίνηση και ο ήχος που δημιουργείται από αυτήν, όπως το φτερούγισμα («τί ποτ οὖ κινάθισμα κλύω πέλας οἰωνῶν;», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κινάθισμα όπως και ο τ. κιναθισμός παράγονται πιθ. από το ρ. κιναθίζω και συνδέονται με …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”